- αστραπιαίος
- -α, -ο1. ο γοργός σαν αστραπή2. ο όμοιος με αστραπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστραπιαίος — α, ο επίρρ. α γρήγορος σαν την αστραπή, με μεγάλη ταχύτητα: Με αστραπιαίες ενέργειες ματαίωσε τα σχέδια των αντιπάλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — α, ο επίρρ. α 1. αστραπιαίος, αποτελεσματικός, ταχύτατος: Το τάγμα έκαμε μια κεραυνοβόλα ενέργεια. 2. αυτός που εκδηλώνεται απότομα, θανατηφόρος: Έπαθε κεραυνοβόλα αποπληξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)